Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαισθητός
επίθετο 1 senti`to; percepi`to; avverti`to η σεισμική δόνηση έγινε αισθητή σ' όλη τη Αττική==la scossa sismica è stata avvertita in tutta l'Attica 2 sensi`bile; percepi`bile; evide`nte η υγεία του παρουσίασε αισθητή βελτίωση==la sua salute presenta un sensibile miglioramento | αισθητή διαφορά==differenza sensibile permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |