Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαίσθηση
ουσιαστικό θηλυκό 1 senso ~m~ οι πέντε αισθήσεις==i cinque sensi | έχασα τις αισθήσεις μου==ho perso i sensi | επανέκτησα τις αισθήσεις μου==ho ripreso i sensi 2 εντύπωση viva sensazio`ne ~f~; impressio`ne ~f~ η ομιλία του προκάλεσε μεγάλη αίσθηση==il suo discorso ha suscitato grande sensazione | δε μού κάνει πιά καμία αίσθηση==non mi fa più impressione, mi lascia indifferente 3 sensazio`ne ~f~; senso ~m~; nozio`ne ~f~ έχασα την αίσθηση του χρόνου==ho perso la nozione del tempo | δεν έχει την αίσθηση του χιούμορ==non ha il senso dell'umorismo αίστηση ουσιαστικό θηλυκό variante di [αίσθηση] permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαξαναβρίσκω τις αισθήσεις = riprendere i sensi Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |