Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαισθητήριο
ουσιαστικό ουδέτερο 1 anatomia o`rgano ~m~ di senso αισθητήριο της οράσεως==l'organo della vista 2 sensibilità ~f~; senso ~m~ γλωσσικό αισθητήριο==sensibilità linguistica permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |