Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αϊ-Σπυρίδωνα
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [αϊ-Σπυρίδωνας]

αϊ-Σπυριδώνου
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [αϊ-Σπυρίδωνας]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αΐσκιωτος αιστάνομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---