Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αίσχος  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 ignomi`nia ~f~; infa`mia ~f~; obbro`brio ~m~
2 atto ~m~ ignomino`so; ignomi`nia ~f~ διαπράττω αίσχη==commettere delle ignominie
3 cosa ~f~ disgusto`sa; cosa ~f~ orri`bile; sco`ncio ~m~; ignomi`nia ~f~ σκέτο αίσχος αυτό το κτίριο!==quel palazzo è un vero sconcio!

αίσχος
επιφώνημα

vergo`gna!

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αίσχιστος αισχρά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---