Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

αγγειωμένος [επίθ.] αγγίζω {άγγι-ξα, ...
αγγέλαμος [ουσ αρσ ] άγγισμα [ουσ ουδ.]
Αγγελής [κύρ.όν. αρσ.] άγγιχτος [επίθ.]
αγγελία {αγγελιών} αγγλέουρας [ουσ αρσ ]
αγγελιάζομαι {αγγελιάσ-... αγγλεουρίζω [ρ. μτβ.]
αγγελιαφόρος [ουσ αρσ και θηλ.] Αγγλία (-ας, η)
αγγελικός [επίθ.] Αγγλίδα [θηλ.ουσ]
αγγελιοφόρος [ουσ αρσ και θηλ.] Αγγλικά [ουσ ουδ πληθ.]
αγγέλλω (μόνο στο ... αγγλικανικός [επίθ.]
αγγέλλων [επίθ.] αγγλικανισμός [ουσ αρσ ]
άγγελμα [ουσ ουδ.] αγγλικανός [ουσ αρσ ]
αγγελοκρουμός [ουσ αρσ ] αγγλικός [επίθ.]
αγγελοκρούομαι aor αγγελο... αγγλισμός [ουσ αρσ ]
αγγελοκρουσμένος [επίθ.] αγγλομαθής {αγγλομαθ-...
αγγελόμορφος [επίθ.] Άγγλος [ουσ αρσ ]
αγγελοπρόσωπος [επίθ.] Αγγλοσάξονας [ουσ αρσ ]
άγγελος {αγγέλ-ου ... αγγλοσαξονικός [επίθ.]
αγγελούδι {σπάν. αγγ... Αγγλοσάξονος {Αγγλοσαξό...
αγγελοφοριέμαι [ρ. παθ.] αγγλοφιλία [θηλ.ουσ]
αγγελόψυχος [επίθ.] αγγλόφιλος [επίθ.]
αγγελτήριο {αγγελτηρί... αγγλοφοβία [θηλ.ουσ]
Αγγέλω [κύρ.όν. θηλ.] αγγλόφοβος [επίθ.]
αγγιάω aor άγγιαξ... αγγλόφωνος [επίθ.]
άγγιγμα {αγγίγμ-ατ... αγγονή [θηλ.ουσ]
αγγιγμένος [επίθ.] αγγούρι {αγγουρ-ιο...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: