Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αγγελιαφόρος
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

variante di [αγγελιοφόρος ^-ου, ο^]

αγγελιοφόρος  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

messagge`ro ~m~; messo ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αγγελιάζομαι αγγελικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---