Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αγγελοκρούομαι
ρήμα παθητικό

1 agonizza`re
2 boccheggia`re
3 non ave`re più fia`to in corpo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αγγελοκρουμός αγγελοκρουσμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---