Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άγγιγμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 conta`tto ~m~; tocco ~m~; sfiorame`nto ~m~
2 palpa`ta ~f~; tocca`ta ~f~ ένα τρυφερό άγγιγμα==un tocco tenero | ένα απαλό άγγιγμα==un tocco leggero

άγγισμα
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [άγγιγμα]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αγγιάω αγγιγμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---