Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Αγγλίδα
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [Άγγλος ^-ου, ο^]
2 ingle`se ~f~; abita`nte ~f~ dell'Inghilte`rra

Άγγλος  
ουσιαστικό αρσενικό

ingle`se ~m~; abita`nte ~m~ dell'Inghilte`rra

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Αγγλία Αγγλικά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---