Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαγγίζω
ρήμα μεταβατικό 1 tocca`re 2 θίγω sfiora`re αγγίζει τα όρια της παραφροσύνης==sfiora i confini della pazzia | ούτε που το άγγιξε το φαγητό του==non ha nemmeno toccato cibo 3 συγκινώ commuo`vere; tocca`re έγινε εντελώς αβαίσθητος, τίποτα δεν τον αγγίζει==è diventato completamente insensibile, non lo sfiora nulla γγίζω ρήμα μεταβατικό variante di [αγγίζω] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |