Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λούτσα  
ουσιαστικό θηλυκό

pozza ~f~, pozza`nghera ~f~ έγινα λούτσα == mi sono bagnato, mi sono inzuppato come un pulcino; sono bagnato fradicio; sono bagnato, mi sono inzuppato fino alle ossa

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λουτρουγώ λούφα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---