Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λουτρόπολη  
ουσιαστικό θηλυκό

1 centro ~m~, stazio`ne ~f~ terma`le
2 località ~f~ balnea`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λουτροθεραπεία λουτρουγώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---