Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λοφίο  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 penna`cchio ~m~, pennonce`llo ~m~
2 (di uccelli) ciu`ffo ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λούω λοφιοφόρος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---