Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλυγερός
επίθετο slancia`to, snello, flessuo`so λυγερό κορμί == corpo flessuoso && λυγερή κοπέλα == ragazza slanciata, dalle forme flessuose permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |