Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλυγμός
ουσιαστικό αρσενικό singhio`zzo, singu`lto ξεσπώ σε λυγμoύς == scoppiare in singhiozzi && κλαίω με λυγμούς == piangere a singhiozzi, singhiozzare permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |