Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλύκειο
ουσιαστικό ουδέτερο lice`o ~m~ απoλυτήριo λυκείoυ == (diploma di) maturità permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατο απολυτήριο λυκείου = diploma [αρσ.] di maturità Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |