Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λυκόπουλο  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 zoologia lupe`tto ~m~, lupacchio`tto ~m~
2 nello scoutismo lupe`tto ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λυκοπόδιο λυκόρνιον  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---