Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λυμαίνομαι  
ρήμα παθητικό

infesta`re, devasta`re, rovina`re οι πειρατές λυμαίνoνταν τα παράλια της Mεσoγείου == i pirati infestavano le coste del Mediterraneo && πεινασμένοι λύκοι λυμαίνονται την περιοχή == lupi affamati infestano la zona

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λυκόφως λυμαινόμενος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---