Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λυκόφως  
ουσιαστικό ουδέτερο

luce ~f~ del crepu`scolo, crepu`scolo ~f~ ((anche figurato))

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λυκοφωλιά λυμαίνομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---