Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λύνομαι
ρήμα παθητικό

1 slega`rsi, scio`gliersi λύθηκαν τα μαλλιά μου == mi si sono sciolti i capelli
2 libera`rsi, svincola`rsi, slega`rsi, scio`gliersi o αιχμάλωτος κατάφερε να λυθεί == il prigioniero riuscì a liberarsi dai legacci
3 scio`gliersi, riso`lversi, chiari`rsi λύθηκε το μυστήριο == il mistero si è chiarito
4 termina`re, e`ssere scio`lto, e`ssere tolto λύεται η συνεδρίασις == la seduta è sciolta && λύθηκε η πoλιορκία == fu tolto l'assedio && λύθηκε η γλώσσα του == gli si è sciolta la lingua && λύνoμαι στα γέλια == sganasciarsi, crepare dalle risa && λύθηκαν τα γονατά μου από το φόβο == mi sono sentito piegare le ginocchia dallo spavento, avevo le gambe paralizzate dalla paura

λύνω  
ρήμα μεταβατικό

1 μηχάνημα smonta`re λύνω έναν κινητήρα == smontare un motore && λύνω ένα όπλο == smontare un'arma
2 βρίσκω λύση riso`lvere, chiari`re λύνω μια άσκηση γεωμετρίας == risolvere un problema geometrico && θα μου λύσεις μία απoρία; == mi chiarisci un dubbio?, mi togli una curiosità?
3 τερματίζω termina`re, porre fine αρνoύνται να λύσoυν την απεργία == si rifiutano di porre fine allo sciopero && λύνω πολιορκία == togliere / levare un assedio
4 scio`gliere, snoda`re, disfa`re λύνω τα κορδόνια των παπoυτσιών μού == scioglere i lacci delle scarpe && έλυσε τη γραβάτα του κι έβγαλε το σακάκι == si snodò la cravatta e si tolse la giacca
5 scio`gliere, slega`re λύσε το σκύλο == sciogli il cane dalla catena!, slega il cane!
6 ro`mpere, tronca`re έλυσαν τούς αρραβώνες == hanno rotto il fidanzamento

λύω
ρήμα μεταβατικό

variante arcaica di [λύνω]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λύμφη λύομαι  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


λύνω ένα κόμπο = sciogliere un nodo


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---