λυπερός
επίθετο
variante di [λυπηρός]
λυπηρός
επίθετο
triste, doloro`so, peno`so, spiace`vole λυπηρό συμβάν == fatto triste, doloroso && είναι λυπηρό να βλέπεις ότι… == è penoso vedere che…
λυπηρότατος
επίθετο
superlativo di [λυπηρός]
λυπηρότερος
επίθετο
comparativo di [λυπηρός]