Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λυπάμαι
ρήμα παθητικό

1 addolora`rsi, rattrista`rsi, dole`rsi, e`ssere dispiaciu`to, e`ssere spiace`nte, dispiace`rsi όλοι λυπήθηκαν για τo χαμό του == tutti furono addolorati dalla sua scomparsa && λυπάμαι πολύ για ό, τι συνέβη == mi dispiaccio molto, sono spiacente dell'accaduto && λυπάμαι πολύ == mi dispiace tanto
2 ((+ accusativo)) senti`re, prova`re compassio`ne, ave`re pietà, compassiona`re, compati`re τον λυπάμαι τον κακομοίρη για όσα έπαθε == lo compatisco, mi fa pena, poverino, per ciò che gli è successo && λυπήσου με! == abbi pietà di me!
3 ((+ accusativo)) lesina`re, risparmia`re δε λυπήθηκε τα έξοδα == non lesinò sulle spese, non badò a spese

λυπούμαι
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

variante di [λυπάμαι]

λυπώ  
ρήμα μεταβατικό

addolora`re, rattrista`re με λύπησε η αναχώρησή του == la sua partenza mi ha rattristato

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λυόφοβος λυπερός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---