Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλύσιμο
ουσιαστικό ουδέτερο 1 lo scio`gliere ~m~, scioglime`nto ~m~ 2 smonta`ggio λύσιμο μηχανής == smontaggio di un motore 3 risoluzio`ne ~f~, soluzio`ne ~f~, il riso`lvere ~m~ το λύσιμο ενός προβλήματος == la soluzione di un problema permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |