Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλύσσα
ουσιαστικό θηλυκό 1 ra`bbia ~f~, fu`ria ~f~, furo`re ~m~, accanime`nto ~m~ o άνεμος φύσαγε με λύσσα == il vento soffiava rabbioso, con furia && παλεύω με λύσσα == lottare con accanimento 2 medicina lissa ~f~, idrofobi`a ~f~, ra`bbia ~f~ 3 ((con valore di aggettivo)) di cibo troppo sala`to, salati`ssimo λύσσα είναι αυτή η ομελέτα == è salatissima questa omelette 4 ((figurato)) ((popolare)) sma`nia ~f~, fre`gola ~f~ λύσσα τον έχει πιάσει να … == gli è presa la smania di … permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |