Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλυσσομανάω
ρήμα μεταβατικό variante di [λυσσομανώ] λυσσομανώ ρήμα αμετάβατο 1 e`ssere furio`so, furibo`ndo, impazzi`re 2 infuria`re, scatena`rsi λυσσoμανάει o άνεμος == il vento infuria && τα στοιχεία της φύσης λυσσoμανούσαν == si stava scatenando la furia degli elementi permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |