Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λυσσωδέστατος
επίθετο

superlativo di [λυσσώδης]

λυσσωδέστερος
επίθετο

comparativo di [λυσσώδης]

λυσσώδης  
επίθετο

furio`so, accani`to λυσσώδης επίθεση == attacco accanito

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λυσσώ λύτης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---