Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλύτρωση
ουσιαστικό θηλυκό redenzio`ne ~f~, liberazio`ne ~f~, salve`zza ~f~, risca`tto ~m~ λύτρωση από τον ξενικό ζυγό == redenzione dal giogo straniero && o θάνατoς ήταν λύτρωση γι' αυτόν == la morte fu per lui una liberazione permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |