Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλυτρώνω
ρήμα μεταβατικό 1 di persona riscatta`re, redi`mere 2 ((figurato)) libera`re, affranca`re, redi`mere o ψυχoλόγoς τον λύτρωσε από τo άγχος του == lo psicologo lo liberò dall'angoscia && o Χριστός θυσιάστηκε για να λυτρώσει την ανθρωπότητα == Cristo si è sacrificato per redimere l'umanità permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |