Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλύπη
ουσιαστικό θηλυκό 1 triste`zza ~f~, dolo`re ~m~, pena ~f~ μου προξένησε μεγάλη λύπη == mi procurò un gran dolore 2 dispiace`re ~m~, rincrescime`nto ~m~, ramma`rico ~m~ o πρέσβυς εξέφρασε τη λύπη του για το επεισόδιο των συνόρων == l'ambasciatore espresse il suo rammarico per l' incidente di frontiera && μετά λύπης μας Σας πληροφορούμε ότι … == siamo spiacenti di informarLa che … 3 compassio`ne ~f~, pietà ~f~ δεν υπήρχε ίχνος λύπης στα μάτια του == non c'era traccia di compassione nei suoi occhi 4 lutto ~m~ συμμετέχω στη λύπη κάποιου == partecipare al lutto di qualcuno permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |