Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›λύπηση

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

λύπηση  
ουσιαστικό θηλυκό

compassio`ne ~f~, pietà ~f~, pena ~f~ δε θέλω να το κάνεις από λύπηση == non voglio che tu lo faccia per compassione

permalink
‹ λυπηρώς
λυπητερά ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

λυπημένος [επίθ.]
λυπηρός [επίθ.]
λυπηρότατος [επίθ.]
λυπηρότερος [επίθ.]
λυπηρώς [επίρ.]
λύπηση {χωρ. πληθ...
λυπητερά [επίρ.]
λυπητερή [θηλ.ουσ]
λυπητερός [επίθ.]
λυποθυμώ (λυποθύμ-η...
λυπούμαι [-άσαι, -ά...
λυπούμενος [επίθ.]
λυπώ {λυπείς......
λύρα {λυρών}
λυράρης {λυράρηδες...
λυράρισσα [θηλ.ουσ]
λυρικός [επίθ.]
λυρικότατος [επίθ.]
λυρικότερος [επίθ.]
λυρικώτατος [επίθ.]


{{ID:LYPHSH100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti