Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλύπηση
ουσιαστικό θηλυκό compassio`ne ~f~, pietà ~f~, pena ~f~ δε θέλω να το κάνεις από λύπηση == non voglio che tu lo faccia per compassione permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |