Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλυκόσκυλο
ουσιαστικό ουδέτερο cane ~m~ lupo, pasto`re ~m~ tedesco permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατο λυκόσκυλο Αλσατίας = pastore [αρσ.] tedesco Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |