Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λυγισμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [λυγάω]
2 arcua`to
3 curvo
4 flessi`vo
5 ripiega`to

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λύγισμα λυγιστός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---