Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λυγίζω  
ρήμα αμετάβατο

1 piega`rsi λύγισαν τo κλαδιά από τo βάρος του χιονιoύ == i rami si piegarono sotto il peso della neve
2 ((figurato)) ce`dere, piega`rsi λύγισε με τα παρακάλια μας == si piegò alle nostre preghiere

λυγίζω
ρήμα μεταβατικό

1 fle`ttere, piega`re δεν μπορούσε να λυγίσει τo γόνατό του == non poteva piegare il ginocchio
2 ((figurato)) far ce`dere, piega`re δεν τον λύγισαν ούτε τα φριχτότερα μαρτύρια == neppure le torture più atroci riuscirono a piegarlo

λυγώ
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

variante di [λυγίζω]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λυγερός λύγισμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---