Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλούγω
ρήμα μεταβατικό variante di [λούζω] λούζομαι ρήμα παθητικό lava`rsi i cape`lli, la testa, farsi lo scia`mpo λoύζομαι καθημερινά == mi lavo i capelli ogni giorno && λούζομαι στο κoμμωτήριo == farsi lavare i capelli dal parrucchiere λούζω ρήμα μεταβατικό 1 lava`re i cape`lli, la testa θέλεις να σε λούσω; == vuoi che ti lavi i capelli? 2 ((figurato)) dirne qua`ttro a qualcu`no, dare una lava`ta di capo, di testa a qualcu`no τον έλουσα πατόκορφα == gli ho dato una lavata di capo, di testa λούομαι ρήμα παθητικό variante arcaica di [λούζομαι] λούω ρήμα μεταβατικό variante di [λούζω] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |