Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λούκι  
ουσιαστικό ουδέτερο

tubo di sca`rico di una gronda`ia πέφτω, μπαίνω στο λούκι == conformarsi, far parte del sistema

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λουκέτο Λουκία  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


μπαίνω σε λούκι = adeguarsi alla situazione


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---