Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλούκι
ουσιαστικό ουδέτερο tubo di sca`rico di una gronda`ia πέφτω, μπαίνω στο λούκι == conformarsi, far parte del sistema permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαμπαίνω σε λούκι = adeguarsi alla situazione Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |