Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλουκάνικα
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός insaccati λουκάνικο ουσιαστικό ουδέτερο salsi`ccia ~f~ λουκάνικον ουσιαστικό ουδέτερο variante di [λουκάνικο] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |