Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λουδοβίκειο  
ουσιαστικό ουδέτερο

numismatica luigi ~m~ (la moneta)

λουδοβίκι
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [λουδοβίκειο]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λούγω Λουδοβίκος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---