Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλούφα
ουσιαστικό θηλυκό solo nella locuzione κάνω λούφα == fare scena muta, farsi piccolo piccolo, restare muto come un pesce || fare il lavativo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |