Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλουτρά
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός terme ~fp~, stabilime`nti ~mp~ terma`li λουτρό ουσιαστικό ουδέτερο stanza ~f~ da bagno, bagno ~m~ μένω στα κρύα του λoυτρoύ == restare con un palmo di naso; restare con un pugno di mosche in mano; rimanere, restare in asso permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατα ιαματικά λουτρά = bagni [αρσ. πλυθ.] termali Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |