Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κρούση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 urto ~m~, impa`tto ~m~
2 di strumento musicale percussio`ne ~f~
3 militare assa`lto ~m~ δύναμη κρούσης == reparto d'assalto
4 (fig) il sonda`re ~m~, prova ~f~, tentati`vo ~m~ κάνω κρούσεις σε κάποιον == sondare qualcuno

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κρουσεύω κρουσιά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---