Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκρουσταλλένιος
επίθετο variante di [κρυσταλλένιος] κρυσταλλένιος επίθετο 1 di crista`llo 2 (fig) li`mpido, cristalli`no τα κρουσταλλένια νερά μιας πηγής == le acque cristalline di una sorgente permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |