Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κρύσταλλος  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

1 fisica crista`llo ~m~ κρύσταλλοι χιονιού == cristalli di neve
2 ghiaccio`lo ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κρυσταλλοποίηση κρυσταλλώδης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---