Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κούπα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 tazza ~f~ grande, tazzo`na ~f~, coppa ~f~, cio`tola ~f~ μια κούπα γάλα == una tazza di latte
2 giochi alle carte cuo`ri ~mp~, coppe ~fp~ ντάμα κoύπα == donna di cuori+++τα 'κανες από κoύπες == hai combinato un bel pasticcio, hai fatto una bella frittata

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κουνώ κουπάδι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---