Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κουλούρα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 gastronomia pane ~m~ a ciambe`lla, ciambe`lla ~f~
2 spira ~f~ τυλίγω σκοινί σε κουλoύρα == avvolgere a spire una fune, acciambellare una fune | οι κουλούρες του ερπετού == le spire del serpente
3 scuola ((popolare)) ((figurato)) zero ~m~ +++βάζω την κουλούρα == ((scherzoso)) sposarsi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κούλουμα κουλουράκι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---