Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κουλούριασμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 accartocciame`nto ~m~
2 attorcigliame`nto ~m~
3 bobinatu`ra ~f~
4 contorcime`nto ~m~
5 serpeggiame`nto ~m~
6 torcime`nto ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κουλουριάζω κουλουριασμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---