Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κουλουράς
ουσιαστικό αρσενικό

lo stesso che [κουλουρτζής]

κουλουρατζής
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [κουλουρτζής]

κουλουρτζής  
ουσιαστικό αρσενικό

vendito`re ~m~ (per la strada) di pi`ccole ciambe`lle crocca`nti

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κουλουράκι κουλούρι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---