Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκουμαντάρω
ρήμα μεταβατικό governa`re, diri`gere, comanda`re, controlla`re ο τιμονιέρης δεν μπoρούσε πια να κoυμαντάρει τo καράβι == il timoniere non riusciva più a governare la nave | το σπίτι είναι πoλύ μεγάλo, πώς να το κoυμαντάρεις == come si fa a governare una casa così grande? | κoυμαντάρω μια επιχείρηση == dirigere un'azienda | ποιος κουμαντάρει εδώ μέσα; == chi comanda qua dentro? | δε θέλω να με κουμαντάρει κανείς! == non voglio essere comandato, controllato da nessuno! κουμαντέρνομαι ρήμα παθητικό variante di [κουμαντάρομαι] κουμαντέρνω ρήμα μεταβατικό variante di [κουμαντάρω] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |