Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κουμάντο  
ουσιαστικό ουδέτερο

gove`rno ~m~, coma`ndo ~m~ εδώ κάνω κoυμάντο εγώ == qui comando io! | κάνω το κουμάντο μου == far sì che in casa ci sia sempre tutto il necessario per la famiglia, essere un buon amministratore

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κουμαντίζα κουμάρι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---