Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
κουμμερκιάρης
ουσιαστικό αρσενικό
variante di
[κομμερκιάριος]
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< κουμμενταρήσιος
κουμμέρκιν >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
κουμεντούρης
[ουσ αρσ ]
κουμέσσος
[ουσ αρσ ]
κουμκάν
[ουσ ουδ.]
κουμκουάτ
[ουσ ουδ.]
κουμμενταρήσιος
[ουσ αρσ ]
κουμμερκιάρης
[ουσ αρσ ]
κουμμέρκιν
[ουσ ουδ.]
κουμμεσσάριος
[ουσ αρσ ]
κουμμουνίστρια
[θηλ.ουσ]
κουμού
[ουσ ουδ.]
κουμουδεύω
[ρ.]
κουμουδιάζω
[ρ.]
κουμουδίτα
[θηλ.ουσ]
κούμουλος
[επίθ.]
κουμπάκι
[ουσ ουδ.]
κουμπανάτος
[ουσ αρσ ]
κουμπάνια
[θηλ.ουσ]
κουμπάνιος
[ουσ αρσ ]
κουμπάρα
{κουμπαράδ...
κουμπαράς
[-άδες]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis